- τορνέσι
- το / τορνέσι(ο)ν, ΝΜαργυρό γαλλικό νόμισμα που χρησιμοποιήθηκε και στην Πελοπόννησο επί φραγκοκρατίας, αλλ. σβάντζικανεοελλ.πληθ. τα τορνέσ(ι)α1. το χρήμα2. παροιμ. «τα στραβά μας παρεθύρια τα τορνέσια μας τά σιάζουν» — η μεγάλη προίκα καλύπτει τα ελαττώματα τής φύσης.
Dictionary of Greek. 2013.